Το χελιδόνι θεωρείται ιερό πουλί από τους ανθρώπους και κανείς δεν καταστρέφει τη φωλιά του.
Λέγεται ότι όταν ο Ιησούς ήταν παιδί, που ζούσε στη Ναζαρέτ, έπαιζε με άλλα παιδιά της ηλικίας του, φτιάχνοντας πήλινα πουλιά. Τα έβαζε δίπλα στο ποτάμι με τα φτερά τους απλωμένα, απολαμβάνοντας. Πέρασε ένας Φαρισαίος και Τον ρώτησε θυμωμένος: - Τι κάνεις εκεί, κακό παιδί;
Και όταν οι Φαρισαίος θέλησε να συντρίψει τα πουλιά του πηλού, ο Ιησούς τα άγγιξε με τα μικροσκοπικά του χεράκια, γεμάτα συμπόνια και αγάπη. Ζωντάνεψαν τα πουλιά και πέταξαν μακριά, χωρίς ο Φαρισαίος να μπορεί να τα καταστρέψει. Έγιναν γκρίζα χελιδόνια και πέταξαν στην ταράτσα ενός σπιτιού, όπου έφτιαξαν φωλιά. Από τότε έχτιζαν φωλιές στα σπίτια των ανθρώπων.
Αργότερα, όταν ο Ιησούς οδηγήθηκε στον Γολγοθά, για να τον σταυρώσουν, τα πιστά πουλιά Τον ακολούθησαν με κραυγές πόνου. Δεν ήξεραν πώς να Τον βοηθήσουν και άρχισαν να βγάζουν τα αγκάθια από το στέμμα, που κολλούσαν στο θεϊκό μέτωπο.
Όταν ο Ιησούς πέθανε στο σταυρό, τα χελιδόνια έκλαψαν και φόρεσαν ένα πένθιμο ρούχο: το χρώμα τους άλλαξε, από γκρι σε μαύρο.
Λέγεται επίσης ότι, όντας ο Ιησούς στο σταυρό, διψούσε πολύ. Αλλά ένας στρατιώτης δεν του πρόσφερε τίποτα άλλο παρά ένα σφουγγάρι μουσκεμένο σε ξύδι, από το οποίο ο Κύριος δεν πήρε. Βλέποντας αυτό, ένα χελιδόνι ήρθε στο σταυρό και του έριξε μια σταγόνα νερό. Ο στρατιώτης το παρατήρησε και προσπάθησε να το ρίξει με βέλη αλλά απέτυχε. Ήρθε πάλι το χελιδόνι, με τη δεύτερη σταγόνα και πάλι ο στρατιώτης δεν το πέτυχε με το βέλος.
Οταν το χελιδόνι ήρθε για τρίτη φορά, τρυπήθηκε από το βέλος του στρατιώτη.